στάμα

στάμα
(I)
τὸ, Μ
1. το μέρος όπου στέκεται κάποιος
2. η θέση τού αυτοκράτορα στον ιππόδρομο
3. ανάπαυλα, διακοπή, σταμάτημα («ἐν ὅλῃ τῇ ἡμέρᾳ ἔσχε στάμα ὁ πόλεμος», Θεοφάν. Ομ.)
4. στον πληθ. τὰ στάματα
τα πλευρά τού πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στă- τού ἵστημι* + κατάλ. -μα].
————————
(II)
το, Ν
βλ. στάγμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στάμα — το ποσότητα πολτού ελιάς που χωράει κάθε φορά στο πιεστήριο του ελαιοτριβείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στάμαν — στάμᾱν , ἵστημι make to stand aor ind mid 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάγμα — το, ΝΜΑ, και στάμα Ν η σταγόνα καθώς πέφτει, η σταλαγματιά (α. «στάγματα τού κεριού» β. «μελιτείω στάγματι πειθόμενον», Φίλιππ. Θεσσ.) νεοελλ. 1. απόσταγμα 2. η στήλη που σχηματίζουν στο ελαιοτριβείο τα κοφίνια με τον πολτό από τις ελιές μσν. αρχ …   Dictionary of Greek

  • σταματώ — σταματῶ, άω, ΝΜ, και σταματίζω Ν [στάμα, ατος] (αμτβ.) παύω να κινούμαι, να λειτουργώ, να ενεργώ (α. «το ρολόι σταμάτησε» β. «σταμάτησε η βροχή» γ. «σταμάτησε η καρδιά του» δ. «πηδούν και σταματίζουν», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1. (μτβ.) α) κάνω κάποιον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”