- στάμα
- (I)τὸ, Μ1. το μέρος όπου στέκεται κάποιος2. η θέση τού αυτοκράτορα στον ιππόδρομο3. ανάπαυλα, διακοπή, σταμάτημα («ἐν ὅλῃ τῇ ἡμέρᾳ ἔσχε στάμα ὁ πόλεμος», Θεοφάν. Ομ.)4. στον πληθ. τὰ στάματατα πλευρά τού πλοίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στă- τού ἵστημι* + κατάλ. -μα].————————(II)το, Νβλ. στάγμα.
Dictionary of Greek. 2013.